-
1 μεσήρης
μεσήρης, ες, poet. μεσσήρης, in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι μεσσήρης Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D.
-
2 μεσηρης
поэт. μεσσήρης 2находящийся в середине(γαίας ἕδραι Eur.)
Σείριος ἔτι μ. Eur. — Сириус находится еще в середине своего пути